-
1 μαγεύω
μαγεύω, ein Magier sein, in der Weisheit der Magier unterrichtet sein, Plut. Artax. 3. 6. – Durch magische Künste bezaubern, einnehmen, beschwören, ἀνωλόλυξε καὶ κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσα, Eur. I. T. 1337, nach Valcken. emend. für ματεύουσα; vgl. Clearch. bei Ath. VI, 256 e u. Mel. 12 (XII, 57), ἔμψυχα μαγεύων. Bei Apollod. 1, 9, 28, πέπλον φαρμάκῳ μεμαγευμένον, ist μεμαγμένον v. l.
См. также в других словарях:
μαγεύω — (AM μαγεύω) [μάγος] 1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς … Dictionary of Greek